- πεπιεσμένῃ
- πιέζωEp..perf part mp fem dat sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πεπιεσμένη — πιέζω Ep.. perf part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αρθρόποδα — Φύλο ασπόνδυλων που ονομάζονται έτσι επειδή έχουν αρθρωτά πόδια. Στην πραγματικότητα όχι μόνο τα πόδια, αλλά ολόκληρο το σώμα τους αποτελείται από διάφορα τμήματα (άρθρα) που συνδέονται μεταξύ τους με αρθρώσεις ποικίλου σχήματος και κινητικότητας … Dictionary of Greek
Πρωτέας — (proteus anguinus). Αμφίβιο της οικογένειας των πρωτεϊδών, της τάξης των ουροδελών. Ζει στα νερά των σπηλαίων της Ιστρίας, της Καρνιόλης και της Δαλματίας και τρέφεται κυρίως με σκουλήκια και μικρά καρκινοειδή. Ο π. έχει συνολικό μήκος 23 28 εκ.… … Dictionary of Greek
Τρίτων — Κατά την αρχαία ελληνική μυθολογία, θαλάσσιο ον, γιος του Ποσειδώνα και της Αμφιτρίτης. Εκτός από τον Τ. υπήρχε και ολόκληρη κατηγορία Τριτώνων, δαιμόνων της θάλασσας, που αποτελούσαν μέλη της συνοδείας του Ποσειδώνα: παριστάνονταν με το κάτω… … Dictionary of Greek
γαρίδα — Κοινή ονομασία διαφόρων καρκινοειδών της τάξης των δεκάποδων μακρόουρων. Έχουν σώμα πεπλατυσμένο στα πλευρά και μακριά πόδια μεταπλασμένα σε όργανα πλεύσης· γι’ αυτό λέγονται και μακρόουρα κολυμβητικά, αντίθετα από τις καραβίδες, τις… … Dictionary of Greek
μακρουρίδες — (macrouridae). Οικογένεια τελεόστεων ψαριών της τάξης gadiformes, η οποία περιλαμβάνει τα πιο κοινά και άφθονα είδη βενθικών ψαριών. Πρόκειται για ψάρια με μακρύ σώμα μεσαίου μήκους, το οποίο σκεπάζεται από μεγάλα λέπια, με μακριά και πλευρικά… … Dictionary of Greek
μπασμάς — ο 1. είδος βαμβακερού υφάσματος χρωματιστού, τσίτι 2. ποσότητα φύλλων καπνού τής ανατολικής Μακεδονίας πεπιεσμένη σε δέμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. basma] … Dictionary of Greek
μπρικέτα — η 1. μικρό τούβλο 2. μικρή πλίνθος από πεπιεσμένη σκόνη λιθάνθρακα. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. briquette, υποκορ. τού γαλλ. brique «τούβλο»] … Dictionary of Greek
πλακούς — Σαρκώδης μάζα με σπογγώδη σύσταση και στρογγυλό σχήμα, που αποτελεί μέρος του ωού των θηλαστικών. Με τη μια από τις επιφάνειές του συμφύεται με το εσωτερικό τοίχωμα της μήτρας και με την άλλη δέχεται τα ομφαλικά αγγεία, διαιρείται δε σε πολλούς… … Dictionary of Greek
πλινθάνθρακας — ο, Ν πλίνθος που αποτελείται από πεπιεσμένη σκόνη γαιανθράκων και συνδετική ύλη και που κατασκευάζεται με συμπίεση σε ειδικές μήτρες, κν. μπρικέτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλίνθος + άνθρακας] … Dictionary of Greek